PHGH
Οι γραφικές επιθέσεις στο ΚΚΕ, με αφορμή το αγροτικό, αυξάνονται και πληθύνονται, σημάδι ότι το καράβι καλά αρμενίζει, αφού η γραμμή του ενοχλεί διάφορες εφεδρείες του συστήματος: Καζάκης, Εργατικός Αγώνας (ως πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα), αναρίθμητα διαδικτυακά προφίλ, που δεν αντιστοιχούν σε εξίσου αναρίθμητους κατόχους... όρεξη να έχει κανείς να καταγράφει και να απαριθμεί. Αρκεί να μη μένει στο ρόλο και τις λειτουργίες του παρατηρητήριου κρουσμάτων αντικομμουνισμού και να εμβαθύνει σε πιο ουσιαστικά ζητήματα.
Οι μέρες μετά τη διήμερη κάθοδο των αγροτών στην πρωτεύουσα, μοιάζουν κάπως με κινηματική επιλόχειο κατάθλιψη, με τους Τεμπωρύχους τους κινήματος να περδικλώνονται στα σκαλιά του Μαξίμου, ποιος θα τα πρωτοανέβει και τους μπαρουτοκαπνισμένους αγωνιστές του πληκτρολογίου να ζητάνε τα ρέστα, γιατί δεν έγινε κάτι πιο δυναμικό, που θα πυροδοτούσε εξελίξεις και πιο ενδιαφέρουσες διαδικασίες, από την πτώση της (συγ)κυβέρνησης μέχρι την έναρξη του προτσές της κολεκτιβοποίησης. Ζητάνε δηλ στην πραγματικότητα να βγάλει κάποιος άλλος το φίδι από την τρύπα, για να καλύψει το δικό τους κενό και την τεράστια τρύπα που άφησαν με την (πλην Λακεδαιμονίων) αμελητέα έως ανύπαρκτη παρουσία τους στις διαδηλώσεις αυτού του διημέρου. Και για να δικαιολογήσουν αυτήν την ανυπαρξία, τη θεωρητικοποιούν, ψάχνουν εναγωνίως να βρουν φωτογραφίες με άλλου είδους μαυρόφιδα στις κινητοποιήσεις και το ρίχνουν στην κριτική υψηλής ραπτικής για τα αντιφατικά χαρακτηριστικά και την έλλειψη καθαρής στόχευσης. Μια κριτική που συνειρμικά μου θυμίζει τη διανοουμενίστικη καθαρεύουσα (που θέλησε να στήσει ένα νεκρό, τεχνητό ιδίωμα, αποκαθαρμένο από ξενες λέξεις και γλωσσικά δάνεια -με τα άλλα δάνεια δεν είχε πρόβλημα) και τον αντιδραστικό της ρόλο στη γλώσσα και τη σκέψη γενικότερα.
Το βασικό ποιοτικό στοιχείο εδώ είναι ίσως οι λεγόμενες κατσαρίδες της πόλης, δηλ η εμφάνιση ενός (μικρο)αστικού ως προς τον τρόπο ζωής και κατά ετυμολογική σχεδόν προέκταση και τη συνείδηση στρώματος, που βλέπει αφ' υψηλού τους αμόρφωτους κι άξεστους χωριάτες, αλλά μισεί κατά κανόνα στο πρόσωπό τους κάθε συλλογική μορφή διεκδίκησης. Κάτι που δεν αναιρείται αλλά μάλλον συμπληρώνεται από την αντίστροφη τάση: τις αποδράσεις-εκτονώσεις, με ελεγχόμενες δόσεις "επιστροφής στη φύση", την επίκληση της λαϊκής τους καταγωγής (και με οι παππούδες μου ήταν αγρότες) σε περιόδους αγωνιστικής έξαρσης ή τη συχνή νοσταλγία ενός φαντασιακού χαμένου παραδείσου με μικρές αγροτικές κοινότητες-κομμούνες, που προσφέρεται για αυτοδιαχειριστικά, αμεσοδημοκρατικά εγχειρήματα, εναλλακτικό εμπόριο, βιολογικά προϊόντα, βεγκανισμό κι άλλα τινά παρόμοια.
Κάνω λόγο για κατσαρίδες των πόλεων, γιατί ως γνωστόν αυτό το είδος θα επιβιώσει ακόμα κι από πυρηνικό πόλεμο. Και το παράδοξο είναι πως όσο κι αν συνθλίβονται τα μικροαστικά στρώματα, τόσο βλέπουν με έχθρα και αδιαφορία, σαν κάτι ξένο από αυτούς ή μια εικόνα από το μέλλον που θέλουν να αποφύγουν, τις λαϊκές μάζες. Τόσο κατορθώνει η μικροαστική συνείδηση (που δεν αντιστοιχεί πια στην κοινωνική θέση του φορέα της) να επιβιώνει σαν κατσαρίδα και να αναδύεται από τα συντρίμμια της κρίσης.
Αν κάποτε ο Ραφαηλίδης χαρακτήριζε την πρωτεύουσα συνομοσπονδία ελληνικών χωριών θεωρώντας ότι η Αθήνα διατηρεί το στίγμα και τα πατροπαράδοτα κουσούρια της ελληνικής επαρχίας, σήμερα πρέπει να αναδείξουμε και μια άλλη πτυχή. Όχι μόνο την αντίστροφη τάση, ότι δηλ η επαρχία κολλάει τα κουσούρια των μεγαλουπόλεων, με έναν φαιδρό κι αντιαισθητικό μιμητισμό, αλλά ότι οι κατσαρίδες αυτές διατηρούν τα παλιά τους "έμφυτα" ελαττώματα, αναπτύσσοντας παράλληλα καινούρια, επίκτητα από το αστικό τους περιβάλλον.
Αν για παράδειγμα ο αγροτικός πληθυσμός τείνει να έχει μια σχετικά καθυστερημένη συνείδηση, που καθορίζεται από τις αργές μεταβολές στην ύπαιθρο και την κυκλική, επαναλαμβανόμενη κίνηση της φύσης, ή από την προσκόλληση του αγρότη στη μικρή ιδιοκτησία, κτλ, και εκφράζεται ακόμα και σήμερα στις τάσεις των εκλογικών αποτελεσμάτων στην επαρχία, αναρωτιέται κανείς πόσο διαφορετική είναι η συνείδηση που αναπτύσσει ο αστικός πληθυσμός, ο οποίος είναι προσκολλημένος στις πενήντα αποχρώσεις του ΠαΣοΚ, τρέφεται από τις αυταπάτες της σοσιαλδημοκρατίας στις διάφορες εκδοχές της, τρέφοντας με τη σειρά του μικροαστική απέχθεια προς κάθε μορφή οργάνωσης.
Αν το παραδοσιακό πλεονέκτημα των πόλεων (από τη σκοπιά της επανάστασης) ήταν η συγκέντρωση του προλεταριάτου, οι μαζικοί αγώνες και η ταξική συνείδηση που διαμορφωνόταν, σήμερα αφενός δεν υπάρχουν μεγάλες παραγωγικές μονάδες τύπου Πουτίλοφ, αλλά κυρίως σκόρπιοι 'ευέλικτοι' εργαζόμενοι, αφετέρου η αποξένωση στα μεγάλα αστικά κέντρα τσακίζει κόκαλα και καθιστά ακόμα πιο δύσκολη τη δική μας παρέμβαση. Χώρια που οι κάτοικοι των πόλεων έχουν ξεσυνηθίσει από τη σκληραγωγημένη αγροτική ζωή κι είναι ζήτημα πόσοι από εμάς μπορούν να αντέξουν τις κακουχίες και τις θυσίες που απαιτούν αυτές οι περιβόητες πιο ενδιαφέρουσες διαδικασίες (ας σημειωθεί παρεμπιπτόντως η σε μεγάλο βαθμό αγροτική σύνθεση του ΔΣΕ, σε μια χώρα-οικονομία που είχε συνολικά πιο αγροτικό χαρακτήρα).
Με άλλα λόγια, αν όντως η καλύτερη διέξοδος που μπορεί να προσφέρει στα πλαίσιά του το καπιταλιστικό σύστημα στους αγρότες είναι ένας αργός θάνατος (που καθιστά άκρως επίκαιρες τις πιο ενδιαφέρουσες διαδικασίες, κι ας τις βλέπουν κάποιοι ως τη Δευτέρα Παρουσία), δεν πρέπει να παραβλέψουμε τον καθημερινό αργό θάνατο των κατοίκων στις πόλεις και τις διάφορες μορφές παθογένειας με τις οποίες εκδηλώνεται
Τα παραπάνω σκιαγραφούν απλώς τη διακύμανση της αντιθεσης πόλης-χωριού, που θα κληρονομήσει (για να την επιλύσει) κι η κοινωνία του μέλλοντος. Ενώ μένουν για κάβα μεςρικοί προβληματισμοί που θα εκτεθούν σε επόμενο κείμενο.
Οι γραφικές επιθέσεις στο ΚΚΕ, με αφορμή το αγροτικό, αυξάνονται και πληθύνονται, σημάδι ότι το καράβι καλά αρμενίζει, αφού η γραμμή του ενοχλεί διάφορες εφεδρείες του συστήματος: Καζάκης, Εργατικός Αγώνας (ως πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα), αναρίθμητα διαδικτυακά προφίλ, που δεν αντιστοιχούν σε εξίσου αναρίθμητους κατόχους... όρεξη να έχει κανείς να καταγράφει και να απαριθμεί. Αρκεί να μη μένει στο ρόλο και τις λειτουργίες του παρατηρητήριου κρουσμάτων αντικομμουνισμού και να εμβαθύνει σε πιο ουσιαστικά ζητήματα.
Οι μέρες μετά τη διήμερη κάθοδο των αγροτών στην πρωτεύουσα, μοιάζουν κάπως με κινηματική επιλόχειο κατάθλιψη, με τους Τεμπωρύχους τους κινήματος να περδικλώνονται στα σκαλιά του Μαξίμου, ποιος θα τα πρωτοανέβει και τους μπαρουτοκαπνισμένους αγωνιστές του πληκτρολογίου να ζητάνε τα ρέστα, γιατί δεν έγινε κάτι πιο δυναμικό, που θα πυροδοτούσε εξελίξεις και πιο ενδιαφέρουσες διαδικασίες, από την πτώση της (συγ)κυβέρνησης μέχρι την έναρξη του προτσές της κολεκτιβοποίησης. Ζητάνε δηλ στην πραγματικότητα να βγάλει κάποιος άλλος το φίδι από την τρύπα, για να καλύψει το δικό τους κενό και την τεράστια τρύπα που άφησαν με την (πλην Λακεδαιμονίων) αμελητέα έως ανύπαρκτη παρουσία τους στις διαδηλώσεις αυτού του διημέρου. Και για να δικαιολογήσουν αυτήν την ανυπαρξία, τη θεωρητικοποιούν, ψάχνουν εναγωνίως να βρουν φωτογραφίες με άλλου είδους μαυρόφιδα στις κινητοποιήσεις και το ρίχνουν στην κριτική υψηλής ραπτικής για τα αντιφατικά χαρακτηριστικά και την έλλειψη καθαρής στόχευσης. Μια κριτική που συνειρμικά μου θυμίζει τη διανοουμενίστικη καθαρεύουσα (που θέλησε να στήσει ένα νεκρό, τεχνητό ιδίωμα, αποκαθαρμένο από ξενες λέξεις και γλωσσικά δάνεια -με τα άλλα δάνεια δεν είχε πρόβλημα) και τον αντιδραστικό της ρόλο στη γλώσσα και τη σκέψη γενικότερα.
Το βασικό ποιοτικό στοιχείο εδώ είναι ίσως οι λεγόμενες κατσαρίδες της πόλης, δηλ η εμφάνιση ενός (μικρο)αστικού ως προς τον τρόπο ζωής και κατά ετυμολογική σχεδόν προέκταση και τη συνείδηση στρώματος, που βλέπει αφ' υψηλού τους αμόρφωτους κι άξεστους χωριάτες, αλλά μισεί κατά κανόνα στο πρόσωπό τους κάθε συλλογική μορφή διεκδίκησης. Κάτι που δεν αναιρείται αλλά μάλλον συμπληρώνεται από την αντίστροφη τάση: τις αποδράσεις-εκτονώσεις, με ελεγχόμενες δόσεις "επιστροφής στη φύση", την επίκληση της λαϊκής τους καταγωγής (και με οι παππούδες μου ήταν αγρότες) σε περιόδους αγωνιστικής έξαρσης ή τη συχνή νοσταλγία ενός φαντασιακού χαμένου παραδείσου με μικρές αγροτικές κοινότητες-κομμούνες, που προσφέρεται για αυτοδιαχειριστικά, αμεσοδημοκρατικά εγχειρήματα, εναλλακτικό εμπόριο, βιολογικά προϊόντα, βεγκανισμό κι άλλα τινά παρόμοια.
Κάνω λόγο για κατσαρίδες των πόλεων, γιατί ως γνωστόν αυτό το είδος θα επιβιώσει ακόμα κι από πυρηνικό πόλεμο. Και το παράδοξο είναι πως όσο κι αν συνθλίβονται τα μικροαστικά στρώματα, τόσο βλέπουν με έχθρα και αδιαφορία, σαν κάτι ξένο από αυτούς ή μια εικόνα από το μέλλον που θέλουν να αποφύγουν, τις λαϊκές μάζες. Τόσο κατορθώνει η μικροαστική συνείδηση (που δεν αντιστοιχεί πια στην κοινωνική θέση του φορέα της) να επιβιώνει σαν κατσαρίδα και να αναδύεται από τα συντρίμμια της κρίσης.
Αν κάποτε ο Ραφαηλίδης χαρακτήριζε την πρωτεύουσα συνομοσπονδία ελληνικών χωριών θεωρώντας ότι η Αθήνα διατηρεί το στίγμα και τα πατροπαράδοτα κουσούρια της ελληνικής επαρχίας, σήμερα πρέπει να αναδείξουμε και μια άλλη πτυχή. Όχι μόνο την αντίστροφη τάση, ότι δηλ η επαρχία κολλάει τα κουσούρια των μεγαλουπόλεων, με έναν φαιδρό κι αντιαισθητικό μιμητισμό, αλλά ότι οι κατσαρίδες αυτές διατηρούν τα παλιά τους "έμφυτα" ελαττώματα, αναπτύσσοντας παράλληλα καινούρια, επίκτητα από το αστικό τους περιβάλλον.
Αν για παράδειγμα ο αγροτικός πληθυσμός τείνει να έχει μια σχετικά καθυστερημένη συνείδηση, που καθορίζεται από τις αργές μεταβολές στην ύπαιθρο και την κυκλική, επαναλαμβανόμενη κίνηση της φύσης, ή από την προσκόλληση του αγρότη στη μικρή ιδιοκτησία, κτλ, και εκφράζεται ακόμα και σήμερα στις τάσεις των εκλογικών αποτελεσμάτων στην επαρχία, αναρωτιέται κανείς πόσο διαφορετική είναι η συνείδηση που αναπτύσσει ο αστικός πληθυσμός, ο οποίος είναι προσκολλημένος στις πενήντα αποχρώσεις του ΠαΣοΚ, τρέφεται από τις αυταπάτες της σοσιαλδημοκρατίας στις διάφορες εκδοχές της, τρέφοντας με τη σειρά του μικροαστική απέχθεια προς κάθε μορφή οργάνωσης.
Αν το παραδοσιακό πλεονέκτημα των πόλεων (από τη σκοπιά της επανάστασης) ήταν η συγκέντρωση του προλεταριάτου, οι μαζικοί αγώνες και η ταξική συνείδηση που διαμορφωνόταν, σήμερα αφενός δεν υπάρχουν μεγάλες παραγωγικές μονάδες τύπου Πουτίλοφ, αλλά κυρίως σκόρπιοι 'ευέλικτοι' εργαζόμενοι, αφετέρου η αποξένωση στα μεγάλα αστικά κέντρα τσακίζει κόκαλα και καθιστά ακόμα πιο δύσκολη τη δική μας παρέμβαση. Χώρια που οι κάτοικοι των πόλεων έχουν ξεσυνηθίσει από τη σκληραγωγημένη αγροτική ζωή κι είναι ζήτημα πόσοι από εμάς μπορούν να αντέξουν τις κακουχίες και τις θυσίες που απαιτούν αυτές οι περιβόητες πιο ενδιαφέρουσες διαδικασίες (ας σημειωθεί παρεμπιπτόντως η σε μεγάλο βαθμό αγροτική σύνθεση του ΔΣΕ, σε μια χώρα-οικονομία που είχε συνολικά πιο αγροτικό χαρακτήρα).
Με άλλα λόγια, αν όντως η καλύτερη διέξοδος που μπορεί να προσφέρει στα πλαίσιά του το καπιταλιστικό σύστημα στους αγρότες είναι ένας αργός θάνατος (που καθιστά άκρως επίκαιρες τις πιο ενδιαφέρουσες διαδικασίες, κι ας τις βλέπουν κάποιοι ως τη Δευτέρα Παρουσία), δεν πρέπει να παραβλέψουμε τον καθημερινό αργό θάνατο των κατοίκων στις πόλεις και τις διάφορες μορφές παθογένειας με τις οποίες εκδηλώνεται
Τα παραπάνω σκιαγραφούν απλώς τη διακύμανση της αντιθεσης πόλης-χωριού, που θα κληρονομήσει (για να την επιλύσει) κι η κοινωνία του μέλλοντος. Ενώ μένουν για κάβα μεςρικοί προβληματισμοί που θα εκτεθούν σε επόμενο κείμενο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.