«Δικτατορία 1967 - 1974, κείμενα και ντοκουμέντα», είναι ο τίτλος της έκδοσης που θα κυκλοφορήσει το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα από τη «Σύγχρονη Εποχή», σε επιμέλεια του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ. Η συγκεκριμένη έκδοση αποτελεί μια πρώτη συλλογική εκτεταμένη μελέτη του ΚΚΕ για την περίοδο 1967 - 1974 και το πρόπλασμα στην επεξεργασία του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ, Γ΄ τόμος 1967 - 1974, που ήδη βρίσκεται υπό διαμόρφωση. Παρουσιάζουμε σήμερα στον «Ριζοσπάστη» αποσπάσματα από την εισαγωγή του βιβλίου και ειδικότερα τα σημεία που αφορούν στο ιδεολογικό στίγμα της δικτατορίας, στην έλλειψη αντικειμενικότητας στις τοποθετήσεις των αστικών πολιτικών δυνάμεων και στην κατάσταση και τη γραμμή πάλης του ΚΚΕ στη δικτατορία.
Το ιδεολογικό στίγμα της δικτατορίας
Η στρατιωτική δικτατορία (21 Απρίλη 1967 - 23 Ιούλη 1974) ήταν μια μορφή της δικτατορίας του κεφαλαίου, μια άλλη μορφή άσκησης της καπιταλιστικής εξουσίας σε σχέση με τη μορφή που αντικατέστησε και τη μορφή που τη διαδέχτηκε, αυτήν της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Ωστόσο και ανάμεσα σ' αυτές, τις προ και μετά τη δικτατορία μορφές κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, υπάρχουν αισθητές διαφορές, από τις οποίες οι σημαντικότερες είναι:
α) Η αστική νομοθεσία σε σχέση με την ύπαρξη και λειτουργία του ΚΚΕ (καθεστώς παρανομίας και διώξεων με βάση τους νόμους 375/1936 και 509/1947 στην προ της δικτατορίας περίοδο, καθεστώς νομιμότητας και κατάργηση του 509 στις 23 Σεπτέμβρη 1974 και του 375 την 4η Οκτώβρη 1982, σταδιακή άρση του καθεστώτος παρανομίας για τους πολιτικούς πρόσφυγες κ.λπ.).
β) Βασιλευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία πριν από τη δικτατορία, προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία μετά τη δικτατορία. Η σημαντική διαφορά σε σχέση με την κατάργηση του βασιλικού θεσμού αποτυπώθηκε και στο νέο Σύνταγμα (1975).
Σε κάθε περίπτωση, πριν, μετά και κατά τη δικτατορία, η ιδεολογία του καθεστώτος ήταν η ιδεολογία της καπιταλιστικής τάξης ως τάξης εξουσίας. Βέβαια, όπως στο νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα της καπιταλιστικής εξουσίας στην ιστορική τους εξέλιξη συναντάμε διαφορές, έτσι και στην ιδεολογία της συναντάμε διαφοροποιήσεις, που ωστόσο δεν αναιρούν το χαρακτήρα της.
Η ιστορία της κρατικής καταστολής στην Ελλάδα περιλαμβάνει πλήθος γεγονότων που επιβεβαιώνουν ότι ενάντια στο ΚΚΕ και στο εργατικό - λαϊκό κίνημα πραγματοποιήθηκαν ανηλεείς διώξεις απ' όλες τις αστικές κυβερνήσεις, είτε αυτές ήταν κοινοβουλευτικές είτε ανοιχτά δικτατορικές. Για παράδειγμα, στα χρόνια της δικτατορίας 1967 - 1974, ο αριθμός των δολοφονημένων αγωνιστών είναι περίπου ίσος με τον αριθμό εκείνων που δολοφονήθηκαν επί των κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων Ελευθερίου Βενιζέλου (1928 - 1932) και Παναγή Τσαλδάρη (1933 - 1935). Χιλιάδες ήταν και τότε οι εξόριστοι και οι φυλακισμένοι, όπως και στη χούντα των συνταγματαρχών.
Οι παραπάνω επισημάνσεις είναι θεμελιακές προκειμένου το ΚΚ να μην παρεκκλίνει από τον πολιτικό στόχο ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας, έχοντας μπροστά του την κάθε συγκεκριμένη ιδεολογική, πολιτική, νομική έκφρασή της. Με αυτό το κριτήριο ερμηνεύουμε και το ιδεολογικό στίγμα της δικτατορίας του 1967 ως μορφής της καπιταλιστικής εξουσίας.
Στην ιδεολογία της δικτατορίας ήταν κυρίαρχος ο πιο ωμός αντικομμουνισμός. Η χούντα πρόβαλλε ιδέες και συνθήματα που είχαν χροιά φυλετικού εθνικισμού, χαρακτηριστικά που ωστόσο δεν είναι ξένα στην ιδεολογία και στα συνθήματα και κοινοβουλευτικών αστικών πολιτικών δυνάμεων. Το σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», η προγονοπληξία και άλλα αντιεπιστημονικά, υποκριτικά, ηθικολογικά κηρύγματα, οι αντιλήψεις περί «εθνικοφροσύνης» ή περί της ευθύνης του στρατού απέναντι στον «κίνδυνο του κομμουνισμού», επίσης περιέχονται στο ιδεολογικό οπλοστάσιο και των αστικών κοινοβουλευτικών δυνάμεων. Αυτές οι ιδεολογικές αφετηρίες και τα σχετικά ιδεολογήματα, σε συνδυασμό με την ωμή βία, τα βασανιστήρια και την ανοιχτή μαζική τρομοκρατία, εκδηλώθηκαν με πολύ πιο έντονο τρόπο στα χρόνια 1967-1974 και - μαζί με την απαγόρευση της λειτουργίας όλων των τότε νόμιμων κομμάτων - ήταν το ιδιαίτερο γνώρισμα της απριλιανής δικτατορίας.
Η έλλειψη αντικειμενικότητας στις τοποθετήσεις των αστικών πολιτικών δυνάμεων
Η απουσία αντικειμενικής προσέγγισης των γεγονότων και η επιφανειακή παρουσίασή τους διαπερνά τις περισσότερες σχετικές αναλύσεις των επιτελείων του αστικού «δημοκρατικού τόξου». Αφορά καταρχήν τον ταξικό χαρακτήρα της χούντας, τη στάση σειράς αστικών πολιτικών δυνάμεων πριν από το 1967 απέναντι στο ενδεχόμενο δικτατορίας, καθώς και το ρόλο τους στην πολιτική εναλλαγή του 1974.
Τη 10ετία του 1950 και περισσότερο του 1960, μέσα στους κόλπους της αστικής τάξης και των αστικών πολιτικών δυνάμεων αναπτύσσονταν τάσεις υπέρ του εκσυγχρονισμού του αστικού πολιτικού συστήματος, ενώ ταυτόχρονα η Ελλάδα προετοιμαζόταν για την ένταξη στην ΕΟΚ. Αναδείχτηκαν αντιθέσεις, ορισμένες από τις οποίες προϋπήρχαν σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, που αφορούσαν το ρόλο και τις εξουσίες του θρόνου, καθώς και τον έλεγχο στο στρατό. Οξυνση των ενδοαστικών αντιθέσεων εκφραζόταν και στο Κυπριακό, που διαπλεκόταν με τις διεθνείς εξελίξεις και αντιθέσεις, λόγω της σημασίας της Κύπρου για τη Βρετανία, τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.
Τα «Ιουλιανά» και οι τριγμοί που υπέστη το αστικό πολιτικό σύστημα καλλιέργησαν το έδαφος για τη δικτατορία, δεν αποτελούσαν όμως τη γενεσιουργό αιτία της. Οι βαθύτερες αιτίες που οδήγησαν στη στρατιωτική δικτατορία βρίσκονταν στις ενδοαστικές αντιθέσεις σε ολόκληρο το πλέγμα του αστικού κράτους, όπως θεμελιώθηκε με τη Συμφωνία της Βάρκιζας και κυρίως από το 1946. Εκδηλώνονταν σε συνθήκες αλληλεπίδρασης της διαπάλης ανάμεσα στο σοσιαλιστικό και στο καπιταλιστικό σύστημα, ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων που οξύνονταν.
Το 1967 οι συνταγματάρχες ενήργησαν έχοντας τουλάχιστον την ανοχή αν όχι και τη στήριξη μηχανισμών των ΗΠΑ, οι οποίες, αν και καθυστέρησαν την επίσημη αναγνώριση της χουντικής κυβέρνησης 9 μήνες μετά την επιβολή της, τη στήριξαν ολόπλευρα σε όλη τη διάρκεια της 7ετίας. Στο πλαίσιο της επιθετικής πολιτικής τους κατά της ΕΣΣΔ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, εξυπηρετούνταν από το γεγονός ότι η χούντα είχε σταθερές φιλοαμερικανικές, ΝΑΤΟικές και αντικομμουνιστικές θέσεις. Βέβαια, η χούντα έκανε και επιμέρους επιλογές που διαφοροποιούνταν από την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ, δίχως φυσικά να βγαίνει από το γενικό πλαίσιο της ιμπεριαλιστικής ΝΑΤΟικής συμμαχίας ή να το αμφισβητεί. Συνέχισε τη γραμμή των προηγούμενων αστικών κυβερνήσεων ως προς τη μη αναγνώριση του Ισραήλ. Στον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1967 είχε δεχτεί να χρησιμοποιηθούν από τις ΗΠΑ οι βάσεις τους στην Ελλάδα, ενώ κατά τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1973 αρνήθηκε, τουλάχιστον επίσημα, να χρησιμοποιηθούν. Ομως, τελικά η χουντική κυβέρνηση δεν αντέδρασε όταν οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν τη Σούδα στον πόλεμο υπέρ του Ισραήλ.
Οι κάποιες διαφοροποιήσεις της χούντας χρειάζονται περισσότερη διερεύνηση, ωστόσο καταρχήν εξηγούνται με το ότι ισχυρά τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης είχαν οικονομικά συμφέροντα και συναλλαγές με αραβικά κράτη.
Εκτός από την προσπάθεια απενοχοποίησης των ΗΠΑ, η αστική προπαγάνδα αποκρύπτει και ότι η δικτατορία, την ίδια στιγμή που κατάργησε το Κοινοβούλιο και απαγόρευσε τη δράση των κομμάτων, συνέχισε να υπηρετεί - και με την εσωτερική, αλλά και με την εξωτερική όσο και την οικονομική πολιτική της - τα ίδια ταξικά συμφέροντα που υπηρετούσαν όλες οι προηγούμενες αστικές (δημοκρατικές ονομαζόμενες) κυβερνήσεις και τα κόμματά τους.
Η οικονομική πολιτική της χούντας, με παραλλαγές ως προς τις επιλογές της δημοσιονομικής και κυρίως της νομισματικής πολιτικής, ήταν κατά βάση συνέχεια της οικονομικής πολιτικής που είχε εφαρμοστεί από τις κυβερνήσεις της ΕΡΕ, της Ενωσης Κέντρου και των «αποστατών» πριν από το πραξικόπημα. Η χούντα τροποποίησε προς το ευνοϊκότερο το νομοθετικό πλαίσιο χρηματοδότησης και φοροαπαλλαγής του κεφαλαίου, πρώτα απ' όλα του εφοπλιστικού, αλλά και του ναυπηγοεπισκευαστικού κλάδου. Ενισχύθηκαν οι εμπορικές συναλλαγές με την ΕΟΚ, μέσω της τελωνειακής σύνδεσης που δεν αναιρέθηκε, παράλληλα με την ενίσχυση ορισμένων οικονομικών σχέσεων με τις ΗΠΑ, κυρίως στις δραστηριότητες του εφοπλιστικού και του χρηματιστικού κεφαλαίου. Ενδεικτική της ταξικής πολιτικής της δικτατορίας ήταν η πορεία των καπιταλιστικών κερδών, που αυξήθηκαν κατά 186% την περίοδο 1961 - 1971, ενώ οι μισθοί και τα μεροκάματα, που το 1961 αποτελούσαν το 34,5% του ιδιωτικού εγχώριου εισοδήματος, το 1971 έφτασαν μόνο στο 40,5%.
Η οικονομική πολιτική της χουντικής δικτατορίας δεν κρίνεται αντικειμενικά από αρκετούς αστούς οικονομολόγους και πολιτικούς, οι οποίοι την ενοχοποιούν εξολοκλήρου για την εκδήλωση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης το 1973 - 1974, όπως αναδεικνύεται στο σχετικό κείμενο της παρούσας έκδοσης.
Επίσης, ενώ τονίζεται το αντικειμενικό γεγονός ότι το 1967 οι πραξικοπηματίες συνταγματάρχες ενήργησαν κατά της συνταγματικής νομιμότητας, αποκρύπτεται ή παραγνωρίζεται ότι το Σύνταγμα του 1952, που κατέλυσαν οι χουντικοί, περιλάμβανε την αναστολή σειράς άρθρων του. Δηλαδή, νομιμοποιούσε την εκτροπή από τον κοινοβουλευτισμό, με τη διαφορά ότι αναγνώριζε αυτό το δικαίωμα στο βασιλιά, μετά από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου.
Ας σημειωθεί, επιπλέον, ότι το Σύνταγμα του 1952 περιείχε εκτός των άλλων και τον ιδεολογικό προπαγανδιστικό άξονα που ενστερνιζόταν η χούντα. Το άρθρο 16 ανέφερε:
«(...) Εις πάντα τα σχολεία μέσης και στοιχειώδους εκπαιδεύσεως η διδασκαλία αποσκοπεί την ηθικήν και πνευματικήν αγωγήν και την ανάπτυξιν της εθνικής συνειδήσεως των νέων επί τη βάσει των ιδεολογικών κατευθύνσεων του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού».
Αποσιωπούν ακόμα ότι σειρά αστών πολιτικών έβλεπαν θετικά την επιβολή δικτατορίας. Το 1966, ο Κ. Καραμανλής, που βρισκόταν στο Παρίσι, έγραψε για το πώς σκεπτόταν εκείνη την περίοδο:
«...Θα πρέπει να αντιμετωπισθή ίσως η λύσις της εκτροπής (...) Δεν είναι εύκολος, δεδομένου ότι θέλει δικαιολόγησιν, συγκεκριμένον και ρεαλιστικόν πρόγραμμα και ανθρώπους ικανούς».
Στις 10 Μάη 1966 ο Κ. Καραμανλής έγραψε στον Κ. Τσάτσο:
«Εις την ιστορίαν όλων των εθνών υπάρχουν στιγμαί κατά τας οποίας τα πάντα υποτάσσονται εις τον υπέρτατον νόμον της σωτηρίας της πατρίδος. Είναι στιγμαί κατά τας οποίας η κρίσις των θεσμών αλλά και των ηθών είναι τόσον βαθεία, ώστε διά να σώσης την δημοκρατίαν, οφείλεις να την ξανακάνης. Το να κλείνωμεν τα μάτια μας εις την αλήθειαν αυτήν, είναι ωσάν να απορρίπτωμεν όλα τα παραδείγματα της ιστορίας».
Ετσι, ο Κ. Τσάτσος τού απάντησε:
«...Για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, εισηγούμεθα -(λέω "...γούμεθα", διότι ασπάζομαι (...) ανεπιφύλακτα τις σκέψεις σου). Εισηγούμεθα λοιπόν παρεκτροπήν από το πολίτευμα και μίαν προσωρινήν δικτατορίαν - ίσως ενός έτους».
Την ηγεσία της ΕΡΕ αποκάλυψε και ο Σάββας Κωνσταντόπουλος, ένας από τους θεωρητικούς της δικτατορίας. Στις 26 του Ιούλη 1967, δικαιολογώντας το γιατί έγινε η δικτατορία, έγραψε σε επιστολή του στον Γεώργιο Ράλλη:
«...Ποίον κόμμα με συνείδησιν ευθύνης προχωρεί προς μίαν πολιτικήν μάχην ιστορικής σπουδαιότητος χωρίς προηγουμένως να έχη εξασφαλίσει μαθηματικώς θεμελιωμένες εγγυήσεις ότι θα την κερδίση; Οταν διετυπώναμε προς την ηγεσίαν της ΕΡΕ την απορίαν περί του τι θα συμβή εάν δεν φανώμεν τυχεροί εις τας εκλογάς της 28ης Μαΐου, μας εδίδετο η απάντησις: Τότε θα δράση ο Στρατός!».
Αλλά και ο Π. Κανελλόπουλος (διάδοχος του Καραμανλή στην ηγεσία της ΕΡΕ), που την κυβέρνησή του ανέτρεψαν οι συνταγματάρχες, είχε υποστηρίξει το Σεπτέμβρη του 1965 μιλώντας στο Συμβούλιο του Στέμματος και απευθυνόμενος στο βασιλιά Κωνσταντίνο:
«Οι κομμουνισταί έχουν προμηθευθή όπλα, Μεγαλειότατε (...) Επρεπε να υπάρχη κρατικός οργανισμός, ο οποίος θα καθιστά δυνατήν την εξουδετέρωσιν αυτού του κινδύνου, όχι μόνο την εκ των υστέρων εξουδετέρωσίν του, αλλά την πρόληψιν αυτού του κινδύνου (...) Πέραν όμως των όπλων, τα οποία έχουν προμηθευθή οι κομμουνισταί, έχουν εις την διάθεσίν των και εν μέγα όπλον, το όπλον της απειλής. Μετά τον συμμοριτοπόλεμον, διά πρώτην φορά κατέχουν εν πολλοίς την ύπαιθρον, αλλά και πολλούς συνοικισμούς έξω των Αθηνών και πολλά προάστια τα οποία απειλούν. Και το έτι μεγαλύτερον όπλον το οποίον ευρίσκεται εις χείρας των, Μεγαλειότατε, είναι τούτο, ότι χρησιμοποιούν την απειλήν με κάλυψιν δημοκρατικήν. Αυτό είναι τρομερόν και αυτό καθιστά τον κομμουνισμόν πράγματι επικίνδυνον».
Αυτόν το χονδροειδή ψεύτικο λόγο χρησιμοποίησαν και οι πραξικοπηματίες για να αιτιολογήσουν τη δικτατορία.
Στην πραγματικότητα, η δικτατορία λειτούργησε ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τα αστικά κόμματα και τις ηγεσίες τους. Η σκληρότητα και η διάρκειά της επενέργησαν καταλυτικά για να ξεχάσουν η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα τις μεγάλες ευθύνες των «δημοκρατικών» αστικών πολιτικών δυνάμεων για το μετεμφυλιακό καθεστώς και για την αναστολή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Διαμόρφωσε εξ αντικειμένου τις συνθήκες για να αναμορφωθεί το αστικό πολιτικό σύστημα, χρησιμοποιώντας πολλά από τα προηγούμενα πολιτικά πρόσωπα. Εδωσε τη δυνατότητα να κυριαρχήσει σε μεγάλο βαθμό ο παραπλανητικός ισχυρισμός - κυρίως της ΝΔ - ότι η επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας υπήρξε έργο ορισμένων «αφρόνων και επίορκων αξιωματικών».
Στα σχετικά αστικά επιτελικά κέντρα - και πριν, ιδιαίτερα όμως μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου (Νοέμβρης 1973) - ήταν έντονος ο φόβος μην ξεσπάσουν μεγαλύτερες ανεξέλεγκτες λαϊκές αντιδράσεις, ως συνέπεια της απόλυτης απομόνωσης της χούντας από το λαό, σε συνδυασμό με διεθνείς εξελίξεις, κυρίως στο Κυπριακό. Σ' αυτήν τη βάση αποφασίστηκε και η επάνοδος του Κ. Καραμανλή, τον Ιούλη 1974, με την προβολή του ως «εθνικού ηγέτη». Η επιλογή του Καραμανλή είχε συναντήσει την αποδοχή ή σε ορισμένες περιπτώσεις και την ανοχή των πολιτικών που ανήκαν στο χώρο της Ενωσης Κέντρου, ακόμα και του Α. Παπανδρέου, ανεξάρτητα από τις όποιες δικές του επιδιώξεις.
Η ιστορική αλήθεια είναι ότι ο Κ. Καραμανλής δεν ήρθε στην Ελλάδα επικεφαλής κάποιου σκληρού νικηφόρου αγώνα (που δεν έκανε) κατά της χούντας. Επανήλθε στην αστική διακυβέρνηση στην Ελλάδα μετά από πρόσκληση της χούντας και με τη συμφωνία ΗΠΑ - χούντας - εγχώριων αστικών πολιτικών δυνάμεων, ακριβώς επειδή κρίθηκε ως ο πιο κατάλληλος για να ηγηθεί αδιατάρακτα στην επαναφορά της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Με Απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής, το ΚΚΕ εκτίμησε την πολιτική αλλαγή του Ιούλη 1974 ως εξής:
«...Η χουντική ηγεσία, με οδηγίες της Ουάσιγκτον και άλλων ηγετικών ΝΑΤΟικών κύκλων, ανέθεσε τη διακυβέρνηση της χώρας σε συντηρητικούς αστούς πολιτικούς, με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Καραμανλή (...) Η αλλαγή αυτή, προϊόν μιας συμφωνίας ανάμεσα στη χούντα, τους Αμερικανούς, τους άλλους κύριους εταίρους του ΝΑΤΟ και τους παραπάνω πολιτικούς παράγοντες συνίσταται στο ότι αποσύρθηκε από το προσκήνιο η χούντα και ήρθε πολιτική κυβέρνηση».
Η κατάσταση και η γραμμή πάλης του ΚΚΕ ενάντια στη δικτατορία
Η χειραγώγηση των λαϊκών δυνάμεων μέσα στις αστικές πολιτικές επιδιώξεις αποτυπώνει την εξέλιξη του συσχετισμού στην ταξική πάλη όλης της προηγούμενης περιόδου.
Το ΚΚΕ ήταν παράνομο από το 1947, έχοντας χιλιάδες μέλη και στελέχη του στις φυλακές και τις εξορίες, καθώς και χιλιάδες ακόμα στην πολιτική προσφυγιά. Με τη γνωστή απόφαση της 8ης Ολομέλειας της ΚΕ, το 1958, το ΚΚΕ είχε αποφασίσει τη διάλυση των ΚΟ και την ένταξη των μελών του Κόμματος στην ΕΔΑ. Ταυτόχρονα, η πολιτική του κατεύθυνση στη διεξαγωγή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα την περίοδο 1950 - 1974 δεν επέτρεψε να συνειδητοποιηθεί από πλατιά τμήματα της εργατικής τάξης η ανάγκη να κατευθύνεται η πάλη στην επίλυση της αντίθεσης κεφαλαίου - μισθωτής εργασίας. Ετσι, υπήρξε διπλό πρόβλημα: Ελλειψης οργανωτικής αυτοτέλειας και σωστής προγραμματικής κατεύθυνσης. Βέβαια, και μέσα στο ΚΚΕ δινόταν μάχη ακόμα και για την ίδια την κομμουνιστική ύπαρξη και συνέχεια του Κόμματος, η οποία οδήγησε στη διάσπαση κατά τη 12η Ολομέλεια της ΚΕ (1968).
Στη συνέχεια το Κόμμα ανασυντάχθηκε οργανωτικά, ουσιαστικά έφτιαξε παράνομες Κομματικές Οργανώσεις, ίδρυσε την ΚΝΕ, αντιμετώπισε με επιτυχία τις προηγούμενες λικβινταριστικές τάσεις.
Ομως, έβρισκε ακόμα μπροστά του τον ιδιαίτερα αρνητικό ρόλο του λεγόμενου «ΚΚΕ εσωτερικού». Στελέχη και μέλη του, όπως και της ΕΔΑ, με δράση στη δικτατορία, έχουν τεράστιες ευθύνες, καθώς καλλιέργησαν πνεύμα συμβιβασμού με τη «φιλελευθεροποίηση» που προωθούσε η χούντα, ενώ εκ των πραγμάτων έδιναν εξετάσεις με τον αντισοβιετισμό τους και ονομάζοντας το ΚΚΕ «ΚΚΕ εξωτερικού», δηλαδή «υποκινούμενο». Η στάση σειράς στελεχών τους στις φυλακές και στις εξορίες, και έξω απ' αυτές, καλλιεργούσε την ηττοπάθεια.
Με σκληρή ιδεολογική - πολιτική πάλη το ΚΚΕ απέκτησε νέες δυνάμεις, κυρίως μετά την απελευθέρωση μελών και στελεχών του από τις φυλακές και τις εξορίες, με τις οποίες έδωσε ακόμα πιο δυναμικά τη μάχη ενάντια στη δικτατορία.
Το ΚΚΕ και το εργατικό - λαϊκό κίνημα επιδιώκουν και παλεύουν για να δρουν όσο γίνεται σε καλύτερες συνθήκες, που διευκολύνουν την πάλη τους και διευρύνουν γενικότερα το πεδίο παρέμβασης ενάντια στο κεφάλαιο και την εξουσία του. Αγωνίζονται για ελευθερίες και δικαιώματα, για να μην παρεμποδίζεται η δράση τους, για ν' αναχαιτίζεται - όσο αυτό είναι δυνατό - η κρατική καταστολή.
Στα χρόνια της δικτατορίας 1967 - 1974 το ΚΚΕ στάθηκε από την πρώτη στιγμή απέναντί της με όσες δυνάμεις διέθετε, έχοντας ως στόχο την ανατροπή της. Είχε πολύτιμη πείρα από τις προηγούμενες δεκαετίες που αγωνίστηκε σκληρά για να βελτιώνει η εργατική τάξη τους όρους αναπαραγωγής της, να κατακτά δικαιώματα και ελευθερίες ενάντια στο βενιζελικό «Ιδιώνυμο», στους αυταρχισμούς και στις διώξεις, στη δικτατορία των Γλίξμπουργκ - Μεταξά, για την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων, για την κατάργηση των στρατοδικείων, των Αναγκαστικών Νόμων 509 και 375, για πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες, για να βγει το ίδιο από την εκτός νόμου θέση που βρισκόταν, κάτι που τελικά έγινε πραγματικότητα χάρη και σ' αυτούς τους αγώνες. Στους στόχους της πάλης του ΚΚΕ και της ΚΝΕ σταθερή θέση κατείχαν η έξοδος της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ και η απομάκρυνση από το έδαφός της των αμερικανικών και ΝΑΤΟικών βάσεων.
Η χούντα συγκέντρωσε τα κύρια πυρά της ενάντια στους κομμουνιστές και στους οπαδούς του ΚΚΕ, που από την πρώτη στιγμή του πραξικοπήματος βρέθηκαν κατά χιλιάδες στους τόπους εξορίας, ενώ στη διάρκεια της δικτατορίας πολλοί βασανίστηκαν στα κολαστήρια της χούντας, πέρασαν από στρατοδικεία και φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν.
Αυτή η πραγματικότητα των θυσιών δεν παραγράφεται από το γεγονός ότι η στρατηγική του ΚΚΕ είχε προβλήματα, αφού αυτονομούσε το στόχο για την ανατροπή της χουντικής κυβέρνησης από την πάλη για τη συγκέντρωση δυνάμεων με στόχο την επαναστατική εργατική εξουσία.
Η σύνδεση της αντιδικτατορικής πάλης με τον αγώνα κατά της αστικής εξουσίας δεν σημαίνει ότι το ΚΚΕ με τον αγώνα του θα καθόριζε απαραίτητα αυτήν την εξέλιξη, δηλαδή μια αποφασιστική αλλαγή στο συσχετισμό της ταξικής πάλης, στην εκδήλωση επαναστατικής κατάστασης, στην επαναστατική άνοδο, που έχει και αντικειμενικά στοιχεία ως προς την αποσταθεροποίηση της αστικής εξουσίας. Αλλωστε, εγχώριες και ξένες σύμμαχες αστικές δυνάμεις επεξεργάζονταν το ομαλό γι' αυτές πέρασμα σε πιο πρόσφορη μορφή αστικής εξουσίας στην Ελλάδα, την επάνοδο στην κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Ωστόσο, η ένταξη της αντιδικτατορικής πάλης σε μια επεξεργασμένη επαναστατική στρατηγική εκ μέρους του Κόμματος, αναμφίβολα θα συνέβαλλε σε ταχύτερη ιδεολογική - πολιτική ωρίμανσή του, θα συνέβαλλε στην αντιμονοπωλιακή, αντικαπιταλιστική γραμμή παρέμβασής του στο εργατικό συνδικαλιστικό και γενικότερα στο λαϊκό κίνημα μετά την πτώση της δικτατορίας, στους όρους αντιμετώπισης της ανερχόμενης σοσιαλδημοκρατίας μέσω του ΠΑΣΟΚ, του ρεφορμισμού και κάθε νέας μορφής οπορτουνισμού στη συνέχεια.
Το ΚΚ στον καπιταλισμό πρέπει να έχει στρατηγική ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας, ανεξάρτητα από τη μορφή της και από τις συνθήκες δράσης του Κόμματος (νόμιμες, ημινόμιμες, βαθιά παράνομες), ανεξάρτητα αν η μορφή της καπιταλιστικής εξουσίας είναι κομματική κυβέρνηση στηριγμένη στο κοινοβούλιο ή όχι, ή κυβέρνηση τεχνοκρατών ή στρατιωτικών εκπροσώπων της αστικής τάξης, σε εμπόλεμη ή μη κατάσταση κ.λπ.
Η ιστορική πείρα δείχνει ότι η πάλη για να λυθεί το λεγόμενο επίκαιρο ή φλέγον ζήτημα, όποτε έγινε αποσπασμένα από τον επαναστατικό στόχο, την απομάκρυνε από αυτόν, διαψεύδοντας την προσδοκία ότι τον φέρνει κοντύτερα, ότι δηλαδή διευκολύνει το άνοιγμα του δρόμου για το σοσιαλισμό.
Αυτό το θεμελιακό ζήτημα έχει μελετήσει και επισημάνει το Κόμμα τα τελευταία χρόνια αναλυτικά, επιστημονικά και έχει αποτυπώσει στο Β΄ Τόμο του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ 1949 - 1968 (2011), αλλά και στα συνεδριακά του ντοκουμέντα.
Το ίδιο πρόβλημα στρατηγικής αναπαράχθηκε και μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, οπότε ο πολιτικός στόχος επικεντρώθηκε μονόπλευρα στην άμεση πολιτική πολεμική στη ΝΔ ως συνεχιστή της προδικτατορικής «Δεξιάς», προκειμένου να υπάρξει μια «μεταβατική κυβέρνηση».
*Ειδική έκδοση από τη «Σύγχρονη Εποχή» με κείμενα και ντοκουμέντα σε επιμέλεια του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.